- φυσατήριον
- τὸ, Αβλ. φυσητήριον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσητήριον — και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α 1. πνευστό μουσικό όργανο 2. φυσαλλίδα 3. αναπνοή 4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek